συγκαλύπτομαι

συγκαλύπτομαι
συγκαλύπτομαι, συγκαλύφθηκα (σπάν. συγκαλύφτηκα), συγ(κε)καλυμμένος βλ. πίν. 12

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συσκολύπτομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «συγκαλύπτομαι» …   Dictionary of Greek

  • ԱՅԼԱԿԵՐՊԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0086 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c ձ. ԱՅԼԱԿԵՐՊԻՄ. μεταμορφόομαι transformor որ եւ ՅԱՅԼԱԿԵՐՊՍ ԼԻՆԵԼ. Յայլ կերպարան փոխիլ, կամ մտանել. իր կերպարանքը՝ կերպը փոխել. ... *Այլակերպեցաւ առաջի նոցա, եւ լուսաւորեցան երեսք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”